πηδαλιώδης

πηδαλιώδης
-ες, ΝΑ [πηδάλιον]
όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» — τα φτερά τής ουράς τού πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση
β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηδαλιώδη — πηδαλιώδης rudder shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”